καταπολεμήσει

καταπολεμήσει
καταπολέμησις
subduing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
καταπολεμήσεϊ , καταπολέμησις
subduing
fem dat sg (epic)
καταπολέμησις
subduing
fem dat sg (attic ionic)
καταπολεμέω
war down
aor subj act 3rd sg (epic)
καταπολεμέω
war down
fut ind mid 2nd sg
καταπολεμέω
war down
fut ind act 3rd sg
καταπολεμέω
war down
aor subj act 3rd sg (epic)
καταπολεμέω
war down
fut ind mid 2nd sg
καταπολεμέω
war down
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • ακαταπολέμητος — η, ο (Α ἀκαταπολέμητος, ον) [καταπολεμῶ] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταπολεμήσει, ο ακαταγώνιστος …   Dictionary of Greek

  • αντιπαχυντικός — ή, ό κατάλληλος για να προλάβει ή να καταπολεμήσει την πάχυνση του σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + παχυντικός. Η λ. μαρτυρείται στον λογοτέχνη Δημήτριο Βικέλα (1835 1905)] …   Dictionary of Greek

  • αντιπυρετικός — ή, ό κατάλληλος να καταπολεμήσει τον πυρετό …   Dictionary of Greek

  • λίπανση — Η παρεμβολή –μεταξύ δύο οργάνων σε επαφή και σε σχετική κίνηση– ουσιών κατάλληλων για την ελάττωση της τριβής των επιφανειών και της φθοράς τους. Η λ. είναι απαραίτητη για την ορθή και μακροχρόνια λειτουργία των μηχανών, που διαθέτουν όργανα με… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

  • πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… …   Dictionary of Greek

  • περσοναλισμός — (από το λατινικόpersona= πρόσωπο). Προσανατολισμός της σκέψης, ο οποίος αμφισβητεί το κύρος των γενικών λογικών αρχών, ως νόμων της αντικειμενικής πραγματικότητας, και προβάλλει την αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας ως προνομιακού χώρου… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”